Tα χούγια του

2' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το φαγητό πάντα στην ώρα του. Νωρίς το μεσημέρι, νωρίς το βράδυ. Καραβίσιο ωράριο. Δεν ξεμαθαίνεται εύκολα μισός αιώνας στις θάλασσες. Γκρίνια αν πηγαίναμε αργά για φαγητό έξω.

Μερικές προτιμήσεις, κάποιες εδραιωμένες ευθύς οίκοθεν:

Φασολάδα λευκή με καρότο, λεμόνι και κοφτό μακαρονάκι ή σπασμένο σπαγέτο. Η προσθήκη του ζυμαρικού κατά τη φτωχική συνήθεια να πλουτύνει το φαΐ, να αυξηθεί ο όγκος του, να φτουρήσει. Πότε πότε και κόκκινη φασολάδα, ρεβίθια λεμονάτα απλά, φακές πηχτές με σκόρδο, δάφνη, πελτέ και λίγη κανέλα.

Αρκετά λαδερά. Απέχθεια για τις μελιτζάνες.

Χόρτα, πολλά χόρτα.

Κυρίως ψάρια. Όλων των ειδών και με όλους τους τρόπους. «Και όρθια, και ξαπλωτά, και το ξημέρωμα, και τα μεσάνυχτα», θυμάμαι να λέει κάποτε γελώντας η μάνα μου. Πάθος, μόνιμη λαχτάρα. Σούπες, ψητά, τηγανητά, μαγειρευτά. Πρωτοκλασάτα και λαϊκά ψάρια, ένα και το αυτό. Τα «εξωτικά» (για τα δικά μου μάτια): σμέρνα τηγανητή, μουγκριά σούπα σκέτο γάλα, σκάροι με τα λέπια τους και «ωωωπ, κοίτα πώς βγαίνει το δέρμα με τα λέπια μετά το ψήσιμο, σαν καλούπι». Επίσης, ψάρια παστά, σαρδέλες, γαύροι, μένουλες. Και λακέρδα, ανάμνηση από τα ταξίδια στην Πόλη. Έφερναν στο καράβι πεσκέσι πράκτορες των εταιρειών. Χταπόδι τηγανητό με ξίδι και ρίγανη, καλαμάρι λιαστό σαν πέτσα, αυγοτάραχο. Το καλοκαίρι, οπωσδήποτε ψήσιμο στα κάρβουνα. Μύδια, όστρακα ωμά, σουπιές στη μεγάλη νηστεία.

Θυμάμαι, παιδί, να βλέπω με αηδία στην πόρτα του ψυγείου ένα μπουκάλι σπινιάλο.

Στο κλείσιμο ψαροφαγικού γεύματος, η ίδια κουβέντα: «Το ψάρι είναι φρούτο, σε δύο ώρες θα ξαναπεινάς».

Κρέας πότε πότε. Γκρίνια: «Πάλι κρέας θα φάμε;». Τα κάπως αγαπημένα: Σούπα, λεμονάτο με πιλάφι, κεφτέδες της γιαγιάς, που μετά έγιναν της μαμάς. Μακαρονάδα με μπαχαράτο κιμά. Κοψίδια μόνο έξω, σπάνια, και χωρίς ιδιαίτερη επιθυμία γι’ αυτά.

Ελιές πικρές, τα τελευταία χρόνια χειροποίητες από παλιά συνταγή της Βουτσινά.

Πάντα σαλάτα στο τραπέζι. Φρούτο μετά το φαγητό ή μετά τη μεσημβρινή ξεκούραση.

Γλυκά λίγα, πότε πότε, αδυναμία στις δημιουργίες της Χριστίνας με συνταγές του Παρλιάρου.

Α, κι όλα στην Ύδρα ήταν νοστιμότερα. Τα ίδια φαγητά, μαγειρεμένα από τον ίδιο άνθρωπο, εκεί ήταν σκάλες ανώτερα.

(Πληκτρολογώ τώρα και βλέπω ξανά πόσο μοιάζουν τα δάχτυλά μας.)

Πέρα από ανασύνταξη της μνήμης για να μαλακώσει η νωπή απουσία, έχει ένα νόημα αυτή η προσπάθεια καταγραφής των φαγητών που άρεσαν στον καπετάνιο: βλέπω στα χούγια του το ήθος και την τρυφερότητα, το μέτρο και τη σοφία μιας ολόκληρης γενιάς. Σαν να καταδεικνύει ετούτο τις ιδεοληψίες μου, τις εμμονές και την αμάθειά μου. Με αυτά τα λίγα θα μπορούσα να ζήσω, δηλαδή τα πολλά. Όπως και ο πατέρας μου.

Ο πατέρας μου, ο κήπος της ζωής μου.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή