Μακρινό καλοκαίρι στην Πελοπόννησο

Μακρινό καλοκαίρι στην Πελοπόννησο

1' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Κοντά εξήντα. Ήμασταν μικροί. Οι διακοπές εκείνο το καλοκαίρι κράτησαν πολύ. Τις περάσαμε σ’ ένα χωριουδάκι χαμένο ανάμεσα σε βελανιδιές, πλατάνια και νερά της Αρκαδίας. Παιδιά των Αθηνών εμείς, βλέπαμε για πρώτη φορά, και μάλιστα καλοκαιριάτικα, το πρωινό πούσι να κατεβαίνει στην ποταμιά. Ακούγαμε την καραμούζα του ταχυδρόμου, που έφερνε στη μικρή πλατεία τα γράμματα. Είδαμε τον γιατρό, όχι μ’ ένα Morris Minor, όπως ο δικός μας, αλλά πάνω σε θεόρατο, για μας, άλογο με σέλα, να έρχεται από την κοντινή κωμόπολη. Ήταν ένας κόσμος άλλος.

Και μια κουζίνα λιτή.

Το γάλα μας το πρωί δεν ήταν του κουτιού, αλλά της κατσίκας, αρμεγμένο αποβραδίς και βρασμένο. Δεν υπήρχε ούτε μέλι, ούτε βούτυρο, ούτε μαρμελάδα. Μόνο ψωμί ζυμωτό, υπόξινο, ψημένο στο φούρνο της αυλής. Το κολατσιό μας, πάλι, ψωμί με λάδι, ρίγανη και αλάτι. Κάποιες φορές, έξω από το χωριουδάκι, πλάι στο ρυάκι με το νερό να τρέχει και με τα φλισκούνια να ευωδιάζουν τον τόπο, ανοιγόταν η πετσέτα του φαγητού με ψωμί, τυρί και ντομάτα μυρωδάτη.

Το μεσημεριανό, μια απλή ντοματόσουπα με ρύζι ή με χυλοπίτες σπιτικές, υπομονετικά ψιλοκομμένες. Αλλοτε, αυγά από τις κότες της αυλής, ομελέτα με πατάτες, τηγανισμένη στην πυροστιά, ή αυγά με ντομάτες καγιανά. Κάποιες φορές, κολοκυθάκια βραστά και τυρί φέτα, σκληρή και αλμυρή πολύ. Και ψωμί, και πάλι ψωμί, πολύ.

Και το απόγευμα, ψωμί βρεγμένο και πασπαλισμένο με ζάχαρη.

Ούτε παγωτά ούτε γκαζόζες. Γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ούτε ψυγείο, αλλά ούτε και δρόμος αμαξιτός για να φτάσει παγοπώλης από τη Μεγαλόπολη.

Τα βράδια ακούγαμε ιστορίες από τους μεγάλους και υπονοούμενα για κάποιους που είχαν σχέση με κάτι κακό ή για άλλους που σκοτώθηκαν… Και βουτάγαμε μπουκιές ψωμί στη σαλάτα με την ντομάτα, το κρεμμύδι και την αντράκλα. Άλλες νύχτες πηγαίναμε στο αλώνι και ξεφλουδίζαμε αραποσίτια, με έπαθλο ένα από αυτά ψητό στην πρόχειρη θράκα, ενώ λίγο παρακάτω, στο μποστάνι, τα καρπούζια μεγάλωναν τρίζοντας.

Και την Κυριακή είχε κρέας κοκκινιστό, όπως τόσο νόστιμο με διαυγή σάλτσα ξέρουν να το μαγειρεύουν στην Πελοπόννησο, με πατάτες, ψωμί και τυρί.

…Μια Ελλάδα ξεχασμένη πια, που έβγαινε καθημαγμένη από την Κατοχή Ευρωπαίων κατακτητών και από έναν σαρκοβόρο Εμφύλιο. Μια Ελλάδα που όμως είχε ελπίδα και αγωνιζόταν για ένα μέλλον καλύτερο. Με ψωμί, ντομάτα και τυρί σκληρό και αλμυρό πολύ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή