Σαμπάιλε

2' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Σία ζούσε εκείνη την εποχή στη γειτονιά μας. Η Σία μιλούσε πάντοτε με ένταση και νευρικότητα. Ποτέ δεν διέκοπτε τον καταρρακτώδη της λόγο σε όποιον τον είχε ήδη απευθύνει, όπως κι ούτε περίμενε ποτέ απάντηση εκ μέρους του. Ήταν αυτάρκης με τα δικά της λόγια. Δεν ήθελε και τα ξένα να τη βαραίνουν. Ανά δύο με τρεις προτάσεις ανέφερε μία έως τότε άγνωστη στα αυτιά μας λέξη, «σαμπάιλε», που συνήθως την εκστόμιζε κατεβάζοντας το κεφάλι, ενώ κουνούσε ταυτόχρονα ελαφρά υψωμένο το δεξί της χέρι, κάπως όπως όταν εννοούμε «ωχού, πάει, πέρασε αυτό τώρα, καλά να ’σαι!». Μέχρι που, «καλά, μωρέ, δεν ξέρεις ρωμαίικα εσύ;», με αποπήρε τη μία και μοναδική φορά που κατάφερα να τη διακόψω, ρωτώντας την επίμονα, ξανά και ξανά, τι σημαίνει τελικά αυτό το «σαμπάιλε». «Το πρωί! Σαν τι δηλαδή θες να σημαίνει;» μου απάντησε κοφτά, έσκυψε ελαφρά το κεφάλι και κουνώντας το, ύψωσε το δεξί. Εντούτοις, με αποχαιρέτησε εγκάρδια, καθώς αναχώρησε βιαστικά όπως πάντα και στο τέλος έμενα πίσω να ακούω τη φωνή της, ενώ μονολογούσε, εκείνη τη φωνή που την ακολουθούσε σαν αύρα και που ανακάτευε διαρκώς μια Σία που κρύβεται πίσω από τα πάντα, πίσω από τη χώρα, πίσω από την πόλη, πίσω από τα επιφαινόμενα. 

Για τη Σία, η CIA ήταν παντού. Η κυρία Σία της γειτονιάς μας ήταν μια πάμφτωχη γερόντισσα που φόραγε ράκη για ρούχα, έβαφε έντονα κόκκινα τα χείλη της, της έλειπαν δόντια αρκετά και λάτρευε τον σύντροφό της Κώστα, τον οποίο κρατούσε πάντοτε αγκαζέ, ως αν κρεμόταν δίπλα του, ένα τσαμπί στο χάος. Όταν εξήλθαν του ιδρύματος όπου ζούσαν έως τότε, έπιασαν ένα υπόγειο, ανήλιαγο και φουλ στην υγρασία, στην απέναντι από το Πατρικό οικοδομή. Εκεί μάζευαν με το τρίκυκλό τους στην πίσω τυφλή αυλή όλη τη σαβούρα και την παλιατζούρα της πόλης. Την επομένη, πουλούσαν το σκραπ τους σε κάθε λογής μάντρες, όπως όλοι οι ρακοσυλλέκτες. Όταν κάποτε τους έκανε έξωση ο σπιτονοικοκύρης –χρωστούσαν νοίκια πολλά–, πάλι ακούστηκε πως η CIA κρυβόταν κάπου εκεί γύρω. 

Ήταν τότε που την άλλη μέρα η Σία και ο Κώστας πήραν μόνο δύο βαλίτσες, τις φόρτωσαν στο ΜΕ.ΓΚΟ. τρίκυκλό τους και χάθηκαν για πάντα. Τα γνωρίζεις τα τρίκυκλα ΜΕ.ΓΚΟ.; Τα κατασκεύαζαν στα Τρίκαλα τη μακρινή δεκαετία του εξήντα, όταν η Ελλάδα είχε βαριά βιομηχανία κάποτε. Η Σία, καθισμένη στην ενιαία σέλα του ΜΕ.ΓΚΟ., δίπλα στον Κώστα της, κρατώντας τον με το αριστερό αγκαζέ ακόμα και πάνω στη σέλα, μας κούνησε το χέρι μονολογώντας χαμηλόφωνα, αποχαιρετώντας μας με ελαφρά κεκλιμένη την κεφαλή. Ο Κώστας, ομορφάντρας στα νιάτα του, με γυαλιά οράσεως πλέον, πάτησε τρεις ξερές μανιβελιές και το μηχανάκι ξεφύσησε έναν πηχτό γαλαζωπό καπνό από άκαυστη βενζίνη και καμένες βαλβολίνες. Καβάλησαν το τρίτροχό τους και από τότε κανείς δεν τους ξανάδε ούτε άκουσε κάτι σχετικό με εκείνους. Ήταν μέσα Ιουλίου του Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Έξι, ημέρα Κυριακή, σαμπάιλε νωρίς. ■

* Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Γκόζη, «Γκουανό», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή