Δεν περνούν οι μειώσεις των αγαθών στους καταναλωτές

Δεν περνούν οι μειώσεις των αγαθών στους καταναλωτές

4' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι τιμές αυξάνονται εύκολα και γρήγορα, αλλά μειώνονται δύσκολα και αργά. Είναι ένα από τα «αξιώματα» της ελληνικής –και όχι μόνον– οικονομίας, χαρακτηριστικό όχι μόνον των τελευταίων ετών. Απλώς, τα τελευταία έτη οι συνέπειες από αυτήν την ακαμψία των τιμών έγιναν πιο έντονες και συνάμα πιο επώδυνες για την τσέπη της συντριπτικής πλειονότητας των καταναλωτών, δεδομένου ότι η υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος έγινε με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ελάχιστα αντελήφθησαν οι καταναλωτές τα όποια θετικά στοιχεία μπορεί να έχει ένα αρνητικό εκ των πραγμάτων φαινόμενο, όπως είναι ο αντιπληθωρισμός, που διήρκεσε στην Ελλάδα 45 μήνες, από τον Μάρτιο του 2013 έως και τον Νοέμβριο του 2016.

Τα αξιώματα δεν χρειάζονται απόδειξη. Ωστόσο, τα στοιχεία της Eurostat, και συγκεκριμένα του Παρατηρητηρίου Τιμών Τροφίμων, που παρακολουθεί τη διαμόρφωση των τιμών από το χωράφι στο ράφι, επιβεβαιώνουν αυτό που αντιμετωπίζουμε ως καταναλωτές. Τα στοιχεία της Eurostat προέκυψαν από την εξέταση των διαθέσιμων δεδομένων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης την περίοδο 2005-2014 και σκιαγραφούν την εικόνα που επικρατεί στη διαμόρφωση των τιμών. Αποτελεί δε στη φάση αυτή πειραματική εργασία της Eurostat και δίνουν, αν μη τι άλλο, ισχυρές ενδείξεις για τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών.

Ετσι, για παράδειγμα, στην Ελλάδα, όταν μεταβάλλονται οι τιμές της βιομηχανίας, διαφορετικό είναι το ποσοστό μετάδοσης –ή μετακύλισης– στις τιμές καταναλωτή στην περίπτωση αύξησης των τιμών απ’ ό,τι στην περίπτωση μείωσης: στην περίπτωση της αύξησης είναι 29,4%, ενώ στην περίπτωση της μείωσης είναι πολύ χαμηλότερο, 8,1%. Με άλλα λόγια, οι αυξήσεις μετακυλίονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στη λιανική, στην περίπτωση των τροφίμων πάντα, σε σύγκριση με τη μετακύλιση των μειώσεων. Aυτό το φαινόμενο δεν είναι μόνον ελληνικό, αλλά συναντάται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Υπάρχουν, ωστόσο, χώρες, όπως, για παράδειγμα, η Γερμανία, όπου παρατηρείται σχεδόν ο ίδιος βαθμός μετάδοσης των αυξήσεων και μειώσεων στις τιμές λιανικής, αλλά και χώρες όπως η Τσεχία, η Ελβετία και η Ισπανία, όπου είναι υψηλότερος ο βαθμός μετάδοσης των μειώσεων.

Ο βαθμός μετάδοσης των αυξήσεων στην Ελλάδα είναι διαφορετικός αναλόγως του κλάδου τροφίμων. Ετσι, στην περίπτωση του ψωμιού – δημητριακών το ποσοστό μετάδοσης της αύξησης είναι 19,7% και της μείωσης μόλις 4,9%, ενώ στην κατηγορία του κρέατος παρατηρείται συμμετρία, με το ποσοστό μετάδοσης της αύξησης και της μείωσης να είναι περίπου ίδιο (19,8% και 19,3%, αντιστοίχως).

Το παράδοξο είναι ότι στο πρώτο στάδιο, από το χωράφι στη μεταποίηση, παρατηρούνται αντίστροφες τάσεις από τις παραπάνω, κάτι που ενδεχομένως υποκρύπτει τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκονται κλάδοι καλλιεργητών στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις τους με τη βιομηχανία. Στην κατηγορία ψωμιού – δημητριακών μετακυλίονται περισσότερο οι μειώσεις των τιμών γεωργικών προϊόντων στις τιμές μεταποίησης (19,1%) σε σύγκριση με τις αυξήσεις (16,6%). Από την άλλη, στο κρέας οι αυξήσεις μετακυλίονται σε ποσοστό 90,1%, ενώ οι μειώσεις κατά 30,1%.

Ζημιωμένος είναι ο καταναλωτής, με βάση, τέλος, τα στοιχεία του ποσοστού μετακύλισης των αυξήσεων και των μειώσεων στις τιμές των βασικών γεωργικών προϊόντων. Στο σύνολο των τροφίμων, οι αυξήσεις στις τιμές των βασικών γεωργικών προϊόντων μεταδίδονται στις τιμές καταναλωτή σε ποσοστό 7,5%, ενώ η μείωση σε ποσοστό 4,1%. Στα λαχανικά ειδικά, η αύξηση περνάει σε ποσοστό σχεδόν 60% στις τιμές καταναλωτή, ενώ η μείωση σε ποσοστό περίπου 35%.

Εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές η Ελλάδα

Το πάθημα φαίνεται ότι δεν έχει γίνει ακόμη μάθημα και, παρά τα επτά και πλέον συναπτά έτη ύφεσης, η περίφημη αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας παραμένει ακόμη στη θεωρία. Χωρίς κανείς να θέλει να παραγνωρίσει σημαντικές μεν, μεμονωμένες δε προσπάθειες, το βέβαιον είναι ότι η παραγωγική βάση της Ελλάδας παραμένει ρηχή, γεγονός που την καθιστά εξαιρετικά εξαρτημένη από τις εισαγωγές και την οικονομία της ιδιαιτέρως ευάλωτη στις όποιες διακυμάνσεις τιμών των εισαγόμενων τελικών καταναλωτικών αλλά και ενδιάμεσων αγαθών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό επίδρασης των τιμών εισαγωγής γεωργικών προϊόντων στις τιμές της μεταποίησης είναι εξαιρετικά υψηλό, 33,7%, και στις τελικές τιμές καταναλωτή είναι 21,1%. Αυτά τα στοιχεία, μάλιστα, δεν αποτελούν μια «φωτογραφία» της στιγμής, αλλά έχουν προκύψει από την ανάλυση σειράς δεδομένων μιας μακρόχρονης περιόδου, από το 2005 έως το 2014. Το πρόβλημα είναι ότι από τις αρχές του 2017 παρατηρείται σημαντική άνοδος των τιμών εισαγωγής, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών σε σειρά προϊόντων (εξαιρουμένης της ενέργειας, η αξία της οποίας έχει αυξηθεί λόγω της αύξησης της διεθνούς τιμής του πετρελαίου). Τον Ιανουάριο του 2017, ο δείκτης τιμών εισαγωγής στα τρόφιμα αυξήθηκε κατά 4,9% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2016. Η διαμόρφωση, μάλιστα, του δείκτη τιμών εισαγωγής στα τρόφιμα στις 118,5 μονάδες τον Ιανουάριο του 2017 αποτελεί το υψηλότερο σημείο στο οποίο έχει βρεθεί, σύμφωνα με τη Eurostat, τουλάχιστον από το 2005.

Στο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2017, οι εισαγωγές τροφίμων ανήλθαν σε αξία σε 1,77 δισ. ευρώ έναντι 1,67 δισ. ευρώ το αντίστοιχο τετράμηνο του 2016, οι εισαγωγές πρώτων υλών διαμορφώθηκαν το πρώτο τετράμηνο του 2017 σε 417,5 εκατ. ευρώ έναντι 366,5 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2016.

Την περίοδο από τον Μάρτιο του 2013 έως και τον Νοέμβριο του 2016, την περίοδο που είχαμε 45 συνεχείς μήνες αντιπληθωρισμού, ο εισαγόμενος πληθωρισμός καθυστερούσε τη διόρθωση των τιμών, υπό την έννοια ότι σε κάποια βασικά προϊόντα, κυρίως τρόφιμα, οι τιμές θα μπορούσαν να βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα.

Στην παρούσα φάση, η επίδραση του εισαγόμενου πληθωρισμού είναι επίσης πολύ έντονη, καθώς έρχεται να ενισχύσει τις αυξήσεις που προκαλεί η άλλη σημαντική αιτία διατήρησης των τιμών βασικών προϊόντων, αλλά και κάποιων υπηρεσιών, σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια, και δη οι έμμεσοι φόροι, οι αυξήσεις των οποίων τα τελευταία χρόνια τείνουν να αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα.

Ας αναλογισθούμε ότι ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ βρίσκεται πλέον στο 24% από 9% προ κρίσης, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης έχουν αυξηθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια σε καύσιμα, ποτά και προϊόντα καπνού, ενώ έχει επιβληθεί σειρά τελών σε διάφορες υπηρεσίες, όπως είναι, για παράδειγμα, οι τηλεπικοινωνίες. Η δυσκολία επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων μέσα από τον μεγαλύτερο περιορισμό των δαπανών ή μέσα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για γρήγορη αποκλιμάκωση των παραπάνω φόρων, κάτι που είδαμε, άλλωστε, να συμβαίνει με τον ΦΠΑ στην εστίαση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή