«Εδώ να μείνεις, εδώ να πήξεις»

«Εδώ να μείνεις, εδώ να πήξεις»

1' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​«Λυπάμαι που φεύγω από την Ελλάδα, χαίρομαι που έχω δυο πατρίδες. Μια καινούργια ζωή, μια καλύτερη τύχη, για τα κοριτσάκια μου και για μένα. Φιλιά». Με αυτό το σύντομο μήνυμα και τον χάρτη με σημειωμένη τη διαδρομή Αθήνα – Μόντρεαλ, η καλή δημοσιογράφος Λώρη Κέζα γνωστοποίησε χθες στους φίλους της στο Facebook ότι φεύγει από την Ελλάδα για μια νέα αρχή στον Καναδά. Οι περισσότεροι σάστισαν και τα μηνύματα για καλή τύχη έπεσαν βροχή. Αρκετοί έγραψαν ότι τη ζηλεύουν.

Για κάποιο λόγο εμένα μου ήρθε στο μυαλό ένα οικογενειακό συμβούλιο στην κουζίνα του πατρικού. Ηταν καλοκαίρι του 1994 και στην ατζέντα βρισκόταν μόνο ένα θέμα: να γραφτεί η μικρή μου αδερφή, που μόλις είχε τελειώσει την Α΄ Λυκείου, στο νεοσύστατο τμήμα ΙΒ του σχολείου; Ως μεγαλύτερη, στα 18 τότε, αλλά όχι και ιδιαίτερα σοφή, είχα ταχθεί υπέρ του «όχι». Να μείνει και να πήξει όπως όλοι, να πάει φροντιστήριο, να περάσει το στρες της Γ΄ Λυκείου σαν καλό κορίτσι και να μπει στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Στο μυαλό μου τότε όλο αυτό ήταν κάτι σαν τελετή μύησης στη ζωή στην Ελλάδα, όπου, τι να κάνουμε, μας έλαχε να ζούμε. Ευτυχώς, ούτε τότε περνούσε ο λόγος μου στην οικογένεια, οπότε δεν εισακούστηκα.

Επί πολλά χρόνια, θεωρούσα ότι η χώρα είναι σαν τους συγγενείς σου, δεν τους επιλέγεις, σου κληρώνονται και είναι στις πλάτες σου η ευθύνη να φτιάξεις τις σχέσεις σας. Ακόμα και μέχρι την αρχή της κρίσης, η σκέψη ότι μπορεί να χρειαστεί να την αφήσω για άλλους τόπους ήταν αδιανόητη. Στις συζητήσεις με φίλους που σκέφτονταν να φύγουν, ήμουν η πλευρά τού «όχι», του «όλοι μαζί μπορούμε, προσθέτοντάς τους και μια στιβάδα ενοχές πάνω στο δικό τους άγχος.

Ομως οι καταστάσεις που όλοι έχει χρειαστεί να ζήσουμε τα τελευταία χρόνια έφεραν τα πάνω κάτω και στον τρόπο που σκεφτόμαστε. Διαβάζοντας το ποστ της Λώρης, με έπιασα κι εμένα να αναρωτιέμαι πώς θα ήταν να ζούσα σε «κανονική» χώρα. Μια χώρα που, με τα στραβά της, βγάζει κάποιου είδους νόημα. Τα χρόνια της κρίσης, των μνημονίων, πείτε το όπως θέλετε, για το μόνο που βεβαιωθήκαμε είναι ότι τίποτα δεν αλλάζει ή αλλάζει τόσο βασανιστικά αργά που παύει να έχει νόημα. Η ιδέα ότι όλο αυτό είναι κάποιου είδους δοκιμασία που πρέπει να υπομείνουμε διότι, τι να κάνουμε, εδώ γεννηθήκαμε, δεν πείθει ούτε παρηγορεί. Η μετανάστευση εξακολουθεί για πολλούς ακόμη να μην αποτελεί ενδεχόμενο, αλλά σίγουρα δεν είναι πλέον «αδιανόητη» σκέψη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή