Η ύπαρξη του Θεού

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τους τελευταίους μερικούς μήνες αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα υγείας που οδηγεί πολλούς φίλους μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να μου στέλνουν τις ευπρόσδεκτες (έτσι κι αλλιώς) ευχές τους για σύντομη ανάρρωση. Ορισμένοι, μάλιστα, θεωρούν ότι, λόγω της κατάστασης που αντιμετωπίζω, θα έπρεπε να με απασχολούν ιδιαίτερα και διάφορα θρησκευτικά και μεταφυσικά θέματα που άπτονται, για παράδειγμα, στην ύπαρξη ή μη του Θείου. Σε κάτι δηλαδή που, εδώ και δεκαετίες, είχα αποφασίσει να μη δίνω δημοσίως μια απλοϊκή απάντηση, αν και έχω κι εγώ φυσικά τις δικές μου απόψεις πάνω στο θέμα. Απόψεις, όμως, που περιορίζομαι να συζητώ μόνο με τους άμεσους προσωπικούς μου φίλους. Κι αυτή μου την απόφαση δεν την έχω πάρει ελαφρά τη καρδία, αλλά έπειτα από πολυετείς και επίπονες εσωτερικές διαδικασίες, και κυρίως γιατί στην 50ετή επαγγελματική μου ζωή πολλοί θεωρούσαν (λανθασμένα) ότι στον δημόσιο λόγο μου δεν εκπροσωπούσα μόνο τις δικές μου απόψεις. Δυστυχώς, ορισμένοι έχουν παρεξηγήσει αυτή μου την απόφαση, οπότε αυτή ίσως να είναι μία καλή ευκαιρία να εξηγηθώ καλύτερα.

Καθένας από εμάς είναι φυσικό να έχει τα δικά του πιστεύω και τις δικές του δοξασίες σχετικά με το θέμα, αφού τα πιστεύω και οι δοξασίες μας δεν χρειάζονται απόδειξη. Εάν, μάλιστα, αναλογιστούμε ότι σήμερα στον πλανήτη μας υπάρχουν περίπου 7,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, με 7,5 δισεκατομμύρια διαφορετικά πιστεύω, δοξασίες και αντιλήψεις για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ενός Υπέρτατου Οντος, καταλαβαίνετε ότι μια αποδεκτή από όλους απάντηση στο δεδομένο ερώτημα είναι σ χεδόν αδύνατη, αφού κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι ο δικός του ορισμός του Υπέρτατου Οντος είναι καλύτερος από του διπλανού του. Η έννοια του Υπέρτατου Οντος είναι, άλλωστε, μια εντελώς προσωπική υπόθεση για τον καθένα μας, αφού σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να μιλήσει το λογικό, μιλούν μόνο το συναίσθημα και το εσωτερικό του ανθρώπου.

Αντίθετα στη Φυσική, τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα, επειδή χρειάζονται και απαιτούνται αποδείξεις. Γι’ αυτό, λοιπόν, και εγώ περιορίζομαι μόνο στην επιστήμη, στην οποία, για να είναι κάτι αποδεκτό πρέπει να αποδειχθεί, επανειλημμένως και από διαφορετικούς ερευνητές, είτε με το πείραμα είτε με την παρατήρηση. Κι εδώ είναι η διαφορά μεταξύ της επιστήμης και της πίστης. Γιατί, όπως είπαμε, η πίστη δεν χρειάζεται απόδειξη σε όσα υποστηρίζει, ενώ αντίθετα η επιστήμη απαιτεί απόδειξη. Γι’ αυτό θεωρώ ότι αν δεν μπορούμε να αποδείξουμε όσα λέμε, δεν θα έπρεπε να εκφέρουμε δημοσίως και κάποια ουσιαστική γνώμη ή άποψη πάνω στο δεδομένο θέμα.

Παρ’ όλα αυτά γνωρίζω πολλούς επιστήμονες οι οποίοι τοποθετούνται έντιμα και άμεσα είτε θετικά είτε αρνητικά, έστω κι αν δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να αποδείξει επιστημονικά την ύπαρξη ή μη του Θείου όπως περιγράφεται σε γενικές γραμμές από όλες τις μεγάλες θρησκείες του πλανήτη μας. Συμπερασματικά, λοιπόν, θεωρώ ότι επειδή τα προσωπικά πιστεύω ενός ανθρώπου, εμού ή κάποιου άλλου, δεν μπορούν να αποδειχθούν, γι’ αυτό κι εγώ, για να μην παρεξηγηθούν και παρανοηθούν οι σχετικές αυτές απόψεις μου, αποφεύγω στον δημόσιο λόγο μου να απαντάω απλοϊκά σε τέτοια ερωτήματα. Οι όποιες, άλλωστε, προσωπικές μου δοξασίες είναι μία απόλυτα προσωπική υπόθεση που δεν αφορά, και ούτε πρέπει να αφορά, το ευρύ κοινό.

Και φαίνεται πως δεν είμαι μόνος μου. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη ο φίλος Γιώργος Γραμματικάκης σε σχετική ερώτηση εάν πιστεύει σε κάτι ανώτερο της ανθρώπινης ύπαρξης απάντησε ως εξής: «Ολα αυτά είναι όντως αρχέγονα και βασανιστικά ερωτήματα, που ο καθένας δίνει την προσωπική του απάντηση… Το βέβαιο είναι ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού δεν αποδεικνύεται με πειράματα… Ο Θεός δεν υπάρχει ως ανάγκη του Σύμπαντος. Υπάρχει όμως ως κατανοητή ανάγκη του ανθρώπου». 

Ενώ σε μια άλλη συνέντευξη ο άλλος καλός φίλος Δημήτρης Νανόπουλος απάντησε ως εξής: «Είμαι εναντίον τού να μπερδεύουμε την επιστήμη με τον Θεό, γιατί εγώ ομολογώ ότι αυτό είναι μια εσωτερική ανάγκη του καθενός… Οπως επίσης να μην ξεχνάμε ότι το υπαρξιακό ζήτημα του θανάτου γέννησε στον άνθρωπο την ανάγκη για την αναζήτηση του Θεού». Είναι μια άποψη που υποστήριζε και ο Επίκουρος πριν από 2.300 χρόνια: «Tο πιο φρικτό απ’ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για εμάς ένα τίποτε, ακριβώς γιατί, όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι κοντά μας κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς».

Ενώ, όπως έγραφε πρόσφατα στην «Καθημερινή» και ο Γιώργος Ζωγραφίδης: «Ο πόθος για αθανασία είναι άλλη μια απόπειρα να υπερβούμε τον θάνατο… Ή, με τα λόγια του Σεφέρη, “κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον / και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή”».

 

* Ο κ. Διονύσης Π. Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή