Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ

11' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν ξημερώματα Δευτέρας ο Γιώργος Μαυροψαρίδης κρατήσει στα χέρια του το Όσκαρ Καλύτερου Μοντάζ για την «Ευνοούμενη», μαζί του θα γιορτάσει όλο το ελληνικό σινεμά. Γιατί από τα χέρια του 65χρονου μοντέρ έχει περάσει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγής από την δεκαετία του '80 μέχρι σήμερα. Προχθές, Παρασκευή βράδυ, ένας άλλος Έλληνας μοντέρ, ο 42χρονος Γιώργος Λαμπρινός απέσπασε το ευρωπαϊκό βραβείο Σεζάρ για την ταινία του Ξαβιέ Λεγκράν «Μετά τον χωρισμό» (προβλήθηκε στην Ελλάδα το 2018, βραβευμένη με Αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας στη Βενετία, έχει ώς θέμα την ενδοοικογενειακή βία). Ο Γ. Λαμπρινός, γιος του σκηνοθέτη Φώτου Λαμπρινού, ζει από το 1999 στο Παρίσι.

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ-1

Ο Γιώργος Λαμπρινός με το βραβείο Σεζάρ

Και οι δυο, ο ένας από τη Δανία, όπου εργάζεται αυτόν τον καιρό, ο άλλος από τη Γαλλία, ανταποκρίθηκαν με πολύ χαρά στην πρόταση της «Κ» για μια συνέντευξη με κοινές ερωτήσεις.

Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης διεκδικεί ένα από τα 10 Όσκαρ για τα οποία είναι υποψήφια η «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου. Η Αμερικανική 'Ενωση Μοντέρ Κινηματογράφου τον βράβευσε ήδη στην κατηγορία Καλύτερο Μοντάζ Κωμωδίας, ο ανταγωνισμός όμως στην πεντάδα των υποψηφίων είναι ισχυρός με κυριότερο διεκδικητή του βραβείου τον Χανκ Κόργουιν του «Vice».

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ-2

Ο Ελληνας μοντέρ με διεθνή καριέρα, Γιώργος Μαυροψαρίδης, υποψήφιος για Οσκαρ στην αποψινή τελετή, για την "Ευνοούμενη" του Γ. Λάνθιμου.

Ανήκει στους Έλληνες «γκουρού» της τέχνης αυτής. Αν και υποστηρίζει ότι «στο μοντάζ οι ραφές της αφήγησης θα πρέπει να είναι κρυμμένες», η αρχή αυτή συχνά ανατρέπεται στις ταινίες του Λάνθιμου, από την εποχή της «Κινέττας» ήδη (2005, πρώτη μεγάλου μήκους). «Αυτή είναι η διαφορά της δουλειάς που κάνουμε με τον Λάνθιμο, καθόλου δεν μας νοιάζει να φαίνεται το μοντάζ, με την ξεχωριστή του υπόσταση. Όχι όμως ο μοντέρ, ο κατασκευαστής».

Η σχέση με τον Λάνθιμο και την ελληνική κρίση

«Ο Λάνθιμος», λέει ο Γ. Μαυροψαρίδης, «κατέχει σε βάθος τις κινηματογραφικές τεχνικές, τόσο ως προς το mis en scene, έχει κάνει καταπληκτικές θεατρικές παραστάσεις, έχει συνεργαστεί με τον Δημήτρη Παπαιωάννου και αυτό φαίνεται στην πολύ καλή χορογραφία της σκηνοθεσίας του, είναι άριστος γνώστης της φωτογραφίας – της «σχολής» του Πανουσόπουλου που μας έμαθε να φωτίζουμε με τις υπάρχουσες πηγές φωτός – βαθύς γνώστης της τέχνης του μοντάζ, ξέρει να εκτιμά τη δημιουργικότητα των συνεργατών του και επιδιώκει, μάλλον απαιτεί, τη δημιουργική συμμετοχή τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να σου δίνει απλόχερα τον δημιουργικό σου χώρο».

– Κύριε Μαυροψαρίδη έχετε συνεργαστεί με όλο σχεδόν το σύγχρονο ελληνικό σινεμά: Γ. Πανουσόπουλος, Ν. Περάκης, Στ. Τσιώλης, Γ. Τσεμπερόπουλος, Τ. Μπουλμέτης, Α. Τσαγγάρη, Ν. Τριανταφυλλίδης, Ο. Μαλέα, Σ. Εξάρχου… Το ελληνικό σινεμά εξελίσσεται κατά τη γνώμη σας και προς ποια κατεύθυνση;

– Νομίζω ότι γίνεται πιο εξωστρεφές, έχει βρει την επαφή του με ένα διεθνές κοινό. Αν εξελίσεται ή όχι, αυτό είναι αποτέλεσμα, κυρίως, της προσωπικής εξέλιξης των κινηματογραφιστών.

– Θεωρείτε τον Γιώργο Λάνθιμο μέρος του ελληνικού σινεμά και της ελληνικής πραγματικότητας; Πότε τραβήχτηκε, κατά τη γνώμη σας, η διαχωριστική γραμμή και καθιερώθηκε ως διεθνής σκηνοθέτης;

– Ως προς την ιδιοσυγκρασία του και την αρχική του πορεία είναι σαφώς ένας Έλληνας κινηματογραφιστής που εργάστηκε με τον ελληνικό, ηρωικό τρόπο με τον οποίο κάναμε τις πρώτες μας ταινίες, γυρίζοντας παράλληλα διαφημιστικά για βιοποριστικούς λόγους. (Η «Κινέττα» είχε προϋπολογισμό 20.000 ευρώ, όσο περίπου μια μικρού μήκους).

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ-3

Η «Κινέττα» του Γ. Λάνθιμου.

Ο «Κυνόδοντας» είχε την τύχη να χρηματοδοτηθεί από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, χάρη στην επιμονή του τότε προέδρου του Γιώργου Παπαλιού, ο οποίος, πιστεύοντας στο ταλέντο του Λάνθιμου, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ταινία. Η απόφαση του αυτή τον οδήγησε αργότερα στα δικαστήρια, αφού είχε αψηφήσει την απόφαση του ΔΣ. Με τα λιγοστά χρήματα του ΕΚΚ και με την ευγενική συνεισφορά των συνεργατών και φίλων έγινε η ταινία.

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ-4

Από τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου.

Ακολούθησε το διαφαινόμενο αδιέξοδο, αφού οι «Άλπεις» έγιναν με τον μισό προϋπολογισμό του «Κυνόδοντα», και πάλι με την ανιδιοτελή προσφορά συνεργατών και φίλων. Και αυτά, σε ένα μάλλον εχθρικό περιβάλλον που θέλει να επιβάλει κανόνες ακόμη και στην αισθητική και θεματολογική προσέγγιση των δημιουργών. Παρ’ ολα αυτά η ελληνική πολιτεία, έστω και έτσι, του έδωσε τη δυνατότητα  να αναγνωριστεί στο διεθνές περιβάλλον, οι ηθοποιοί που προσέλκυσε στον «Αστακό», στη συνέχεια, του έδωσαν τη δυνατότητα να κάνει μια ταινία με κανονικές συνθήκες εργασίας. Βέβαια, παραλίγο κι αυτή να μη γίνει. Ο προϋπολογισμός απαιτούσε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για να συμπληρωθεί, το ΕΚΚ μπορούσε λόγω του καταστατικού του να δώσει ένα πολύ μικρό ποσό, η «παρτίδα» σώθηκε, τελικά, όταν ο Κόλιν Φάρελ και η Ρέιτσελ Βάις που θαύμαζαν τον «Κυνόδοντα» και το ταλέντο του Λάνθιμου, διάβασαν το σενάριο, και ζήτησαν να παίξουν. Με τα ονόματα αυτά βρέθηκαν τα υπόλοιπα χρήματα. Ο Λάνθιμος ζει στο Λονδίνο, πλέον, και κάνει, από τον «Αστακό» και μετά, ταινίες με χρηματοδότηση απο το Ιρλανδικό Κέντρο Κινηματογράφου, από το BFI και άλλους ιδιώτες παραγωγούς. Ξέρετε, στο εξωτερικό οι υποδομές υπάρχουν, αυτό που πάντα αναζητείται είναι το ταλέντο, το οποίο μόλις εμφανιστεί το αρπάζουν, γιατί, προφανώς, φέρνει στον παραγωγό προστιθέμενη αξία. Η διαφορά διαχρονικά είναι στην αντιμετώπιση του ταλέντου στη χώρα μας, που πολύ συχνά και από όλους τους χώρους, εξωθείται στη μετανάστευση. Σκεφτείτε να υπήρχαν οι υποδομές. Δεν θα μπορούσε ο «Αστακός» να έχει γυριστεί στην Ελλάδα και να αποφέρει προστιθέμενη αξία; Ευτυχώς τώρα με τον ΕΚΟΜΕ και τις πλατφόρμες που άρχισαν να δραστηριοποιούνται και να ζητούν κινηματογραφικό προϊόν, (netflix και άλλες) τα πράγματα ίσως αλλάξουν για να δοθεί η δυνατότητα στο ταλέντο να αναγνωριστεί αξιοκρατικά. Να βρουν οι ταλαντούχοι κινηματογραφιστές μας το χώρο τους στο πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο στερέωμα.  Εύχομαι να μην αναγκαστούν και αυτοί να μεταναστεύσουν. Αυτό που ξεχώρισε τον Λάνθιμο είναι η έγκαιρη συνειδητοποίηση, αρκετά πριν την έναρξη της επερχόμενης κρίσης, οτι με αυτό το σύστημα αξιών δεν μπορούσε να κάνει ότι πίστευε πως μπορούσε να κάνει, και τόλμησε το βήμα στο κενό.

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ-5

Από τον «Αστακό» του Γιώργου Λάνθιμου.

Η γλώσσα στο μοντάζ

– Η γλώσσα της ταινίας παίζει ρόλο για τον μοντέρ; Μπορείτε να μοντάρετε ταινία σε γλώσσα που δεν γνωρίζετε;

Γιώργος Μαυροψαρίδης: Δεν παίζει κανένα ρόλο πλέον, ένας βοηθός πολύ εύκολα μπορεί να βάλει τους αναγκαίους υπότιτλους στις λήψεις.

Γιώργος Λαμπρινός: Συμβαίνει πολύ συχνά κυρίως στο ντοκυμαντέρ να δουλεύουμε σε γλώσσα που δεν μιλάμε. Προσωπικά, δουλεύω σε μια ξένη χώρα, στη Γαλλία, σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική μου, την οποία δεν μίλαγα καλά καλά όταν ήρθα εδώ το 1999. Στη διαδικασία του μοντάζ δεν είναι πολύ δύσκολο γιατί είτε έχουμε μεταφράσεις ή συμβουλευόμαστε κάποιον σ' ένα προχωρημένο στάδιο για να σιγουρευτούμε πως δεν υπάρχουν προβλήματα. Για εμένα, όμως, μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η διαφορά κουλτούρας που μπορεί να έχω με το κοινό. Σκηνές που εμένα με αγγίζουν μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, δεν έχουν την ίδια επίδραση στους θεατές. Αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, δουλεύω σε μια γαλλική παραγωγή η οποία εξελίσσεται στην Τυνησία («Un divain a Tunis» της Manele Labidi) και βλέπω στις προβολές πως πράγματα που για εμένα, με καταγωγή από το νότο, είναι αυτονόητα, για μια μερίδα του γαλλικού κοινού δεν είναι το ίδιο. Εκεί θέλει προσοχή, πρέπει να γίνουν κατανοητά χωρίς όμως να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της ταινίας. Είναι κι ένας λόγος αυτός για τον οποίο θέλω πολύ, εδώ και καιρό, να δουλέψω σε μια ταινία στην Ελλάδα αλλά, δυστυχώς, δεν είναι πάντα εύκολο.

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ-6

Οι «ραφές της αφήγησης»

– «Η συνθήκη του μοντάζ, είναι ότι οι ραφές της αφήγησης θα πρέπει να είναι κρυμμένες». Για να το επιτύχετε χρησιμοποιείτε κάποια συγκεκριμένη τεχνική;

Γ.Μ: Αυτή είναι η διαφορά του μοντάζ που κάνουμε με τον Λάνθιμο: καθόλου δεν μας νοιάζει να φαίνεται το μοντάζ, με την ξεχωριστή του υπόσταση. Όχι όμως ο μοντέρ, ο κατασκευαστής. Η υπόσταση αυτή είναι η γλώσσα και το ύφος της ταινίας, αυτό που αρθρώνει ως συνομιλία με το θεατή. Μας αρέσει να αναδεικνύουμε την υπαρξιακή υπόσταση των ηρώων, θέλουμε τη συνειδητή συμμετοχή του θεατή, που πρέπει να βάλει τη δική του ερμηνεία σε αυτό που βλέπει. Το σύμπαν που προσπαθούμε να δημιουργήσουμε είναι αρκετά ανοιχτό σε ερμηνείες. Οταν, μετά από ένα πρώτο σοκ, ο θεατής ερμηνεύει τους ιδιαίτερους κώδικες και μπαίνει σε αυτό το σύμπαν, τότε το μοντάζ δεν φαίνεται, είναι μια συνομιλία, και η εκτέλεση του έργου σε πραγματικό ‘κινηματογραφικό’ χρόνο συμβαίνει στην οθόνη του μυαλού του. Η εκτέλεση μπορεί να είναι καλή, πολύ καλή, μέτρια ή και κακή, αλλά βασικά ειναι το όχημα για τη συνειδητή συμμετοχή του θεατή.

Γ.Λ: Είναι πολύ συχνά αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε στο μοντάζ. Έχει να κάνει με το ρυθμό με τον οποίο εναλάσσονται τα πλάνα, οι σκηνές και κυρίως τα συναισθήματα που προσπαθούμε να προκαλέσουμε. Από την άλλη πλευρά κάθε ταινία είναι διαφορετική, κι αν θέλουμε να σπάσουμε τη ροή για να προκαλέσουμε μια συγκεκριμένη αντίδραση τότε το μοντάζ μπορεί να είναι τελείως «ορατό» χωρίς πρόβλημα. Δεν νομίζω πως πρέπει να ξεκινάμε το μοντάζ μιας ταινίας με προκατάληψη, πριν να έχουμε μια ιδέα του υλικού που διαθέτουμε.

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ-7

Από την ταινία "Μετά τον χωρισμό".

Η μουσική του μοντάζ

– Ο Αμπέλ Γκανς μιλούσε για τη «μουσική του φωτός». Αναφερόμαστε στο μοντάζ με μουσικούς όρους. Μιλάμε για τον ρυθμό του πλάνου, για τον ρυθμό του ήχου, ακόμη και για τα χρώματα και τον τρόπο που διαδέχονται το ένα το άλλο, σαν να πρόκειται για παρτιτούρα. Εσάς, ποιος «ρυθμός» σας απασχολεί περισσότερο;

Γ.Μ: Ο ρυθμός του χορού ανάμεσα στον θεατή και τον δημιουργό, η πρόκληση περιέργειας, προσμονής, πότε μπροστά από τον θεατή ξαφνιάζοντας τον, πότε σταματώντας το χρόνο (suspended reality). Μας απασχολεί ο οργανικός παλμός του μοντάζ, η μουσικότητα, η συναισθητική εμπειρία εικόνας και ήχου. Το μοντάζ είναι το πιο καθαρό κινηματογραφικό μέσο, καθώς όλα τα άλλα συναντώνται και στις άλλες τέχνες. Το μοντάζ μόνο με την αυτοσχεδιαστική τζαζ μπορεί να συγκριθεί στην αμεσότητα και το ξάφνιασμα της εναλλαγής τόνου και χρώματος και στην απελευθέρωση από τα δεσμά του χωροχρόνου, στην προσπάθειά του να εκφράσει το ανέκφραστο παρότι δέσμιο στην “αντικειμενικότητα” της εικόνας. Είναι ακριβώς η εκτέλεση της παρτιτούρας που παίζεται μουσικά σε κινηματογραφικό και πραγματικό χρόνο στο μυαλό του θεατή (“the mind is the screen’’, έχει πει ο Deleuse).

Γ.Λ: Η πρώτη μου αγάπη ήταν η μουσική από μικρός. Ο λόγος που διάλεξα να κάνω μοντάζ είναι γιατί κατάλαβα τη σχέση του με τη μουσική. Ο ήχος μιας ταινίας είναι πολύ σημαντικός για εμένα. Είναι αυτός που δίνει ζωή στις εικόνες και τον δουλεύω αρκετά μαζί με την εικόνα, ακόμα κι αν υπάρχει το στάδιο του μοντάζ ήχου και του σάουντ ντιζάιν μετά την εικόνα. Το μιξάζ επίσης είναι στάδιο που μου δίνει πολύ ευχαρίστηση να παρακολουθώ. Από την άλλη, η πρώτη συνεργασία που είχα με τον Ξαβιέ Λεγκράν ήταν στη μικρού μήκους ταινία του (σ.σ «Avant que de tout perdre» κέρδισε το βραβείο Σεζάρ το 2014 και ήταν υποψήφιο για Οσκαρ), η οποία δεν είχε καθόλου μουσική κι αυτός ήταν ο κύριος «τεχνικός» λόγος πέρα από το θέμα που με ενδιέφερε να την κάνω. Με ευχαριστεί πολύ όταν άνθρωποι που την βλέπουν δεν συνειδητοποιούν την έλλειψη της.

Τίνος είναι η ταινία;

– «Η ταινία είναι του μοντέρ», ακούγεται κάποιες φορές μετά το τέλος μιας προβολής, με την έννοια ότι μπορεί να σώσει, όσο και να καταστρέψει μια ταινία. Το ασπάζεστε;

Γ.Μ: Η ταινία είναι και του μοντάζ θα έλεγα, όχι του μοντέρ, αλλά ασφαλώς το μοντάζ έχει να κάνει και με την ιδιαιτερότητα του τεχνίτη που το εκτελεί. Οφείλω ως μοντέρ να ακολουθήσω το όραμα του σκηνοθέτη, κρατώντας παράλληλα την «μονταζική» μου ιδιοσυγκρασία, δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει κανείς σε μια σχέση και να είναι πιστός και να είναι ο εαυτός του. Μας ενδιαφέρει η δημιουργία ενδιαφέροντος, περιέργειας, προσμονής, ικανοποίησης, ενόχλησης, ερωτήσεων, συμμετοχής και συναισθητικής απόλαυσης του θεατή. Το μοντάζ απευθύνεται στην οθόνη του μυαλού του θεατή.

Γ. Λ: Δεν συμφωνώ καθόλου πως μπορεί να είναι μια «ταινία του μοντέρ» ή «του διευθυντή φωτογραφίας». Το βρίσκω πολύ εγωιστικό. Το σινεμά είναι ομαδικό σπορ. Το μυαλό ενός μοντέρ λειτουργεί διαφορετικά από του σκηνοθέτη ή του μουσικού ή του διευθυντή φωτογραφίας. Είναι ο συνδυασμός της ευαισθησίας όλων των συντελεστών της ταινίας που δίνει το αποτέλεσμα. Χωρίς το υλικό που δημιουργείται στο γύρισμα ένας μοντέρ δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Ο ρόλος του μοντέρ είναι εξαιρετικά σημαντικός, αλλά ακόμα και στις περιπτώσεις που «σώζει» κανείς μια σκηνή είναι εφικτό γιατί οι λύσεις είναι εκεί. Η δουλειά μας είναι να βρίσκουμε λύσεις στα προβλήματα. Για εμένα, η καλύτερη φιλοφρόνηση είναι διαφορετικοί σκηνοθέτες, σε ταινίες που δεν έχουν καμία σχέση σε ύφος ή ιστορία, να μου λένε πως έχουμε ακριβώς το ίδιο γούστο στο ρυθμό και την αφήγηση.

Η μυστηριώδης τέχνη του μοντέρ-8

Από την ταινία "Μετά τον χωρισμό".

– Ποια δεξιότητα οφείλει να έχει, κυρίως, ένας μοντέρ;

Γ.Μ: Τη δεξιότητα να “νιώθει” το χρόνο και την εναλλαγή των συναισθημάτων και της κατανόησης που μπορεί να έχει ο θεατής, των σκέψεων και της κίνησης των συναισθημάτων (e-motion) που δημιουργούνται στο θεατή, την ίδια στιγμή που δημιουργεί τους κώδικες και είναι ο ίδιος ο θεατής τους. Πολλές φορές πρέπει να σκύψει το κεφάλι και να παραδεχτεί το αδιέξοδο κάποιου δρόμου που έχει ακολουθήσει, αλλά να έχει και τη δύναμη να το παλέψει μέχρι τέλους, μη αποδεχόμενος την ήττα και ξεπερνώντας, στη διαδικασία, τους περιορισμούς των «μονταζικών» συνηθειών του.

Γ.Λ: Το μοντάζ είναι εξαιρετικά πολύπλοκη δουλειά και πιστεύω ότι δεν μπορούμε ποτέ να πούμε πως το κατέχουμε τελείως. Έχει μια τεχνική πλευρά, μια δημιουργική πλευρά και επίσης την ανθρώπινη πλευρά γιατί έχουμε να κάνουμε με τον σκηνοθέτη, τον παραγωγό, την ομάδα του ήχου, των εφφέ κ.λ.π.  Ένας μοντέρ πρέπει λοιπόν να αντεπεξέλθει σε όλες αυτές τις παραμέτρους. Για εμένα όμως το πιο σημαντικό, και ίσως πιο δύσκολο, είναι να έχει την ευκολία να δημιουργεί απόσταση με το υλικό το οποίο δουλεύει. Ο τρόπος που κοιτά κανείς μια ταινία στο μοντάζ είναι τελείως διαφορετικός από έναν θεατή. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στο αρχικό ένστικτο γιατί με τον καιρό και την επανάληψη χάνουμε τα συναισθήματα μας. Πρέπει να αγαπάμε την ταινία που κάνουμε και να πιστεύουμε σε αυτή, αλλά την ίδια στιγμή να τη μισούμε έτσι ώστε να αμφιβάλουμε για τις επιλογές μας, να τις αλλάζουμε για να βρίσκουμε καινούργιες λύσεις. Αυτό που μου αρέσει με το μοντάζ είναι ότι το κοινό δεν ξέρει τι ακριβώς κάνεις. Το θεωρώ πολύ σημαντικό. Την εποχή της απομάγευσης, που ταινίες μπορείς να δεις οπουδήποτε, που καθένας με ένα λογισμικό θεωρεί ότι κάνει μοντάζ, η τέχνη του μοντάζ διατηρεί ακόμη το μυστήριο και τη μαγεία της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή