Μια μουσική αρχιτεκτονική του άγχους

Μια μουσική αρχιτεκτονική του άγχους

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο μεγαλύτερο μέρος του Κοντσέρτου για Ορχήστρα ο Ούγγρος Μπέλα Μπάρτοκ (1881-1945) το έγραψε το καλοκαίρι του 1943 στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, σε ένα σανατόριο, στη λίμνη Σάρανακ. Το έργο έκανε πρεμιέρα την 1η Δεκεμβρίου του 1944, με τον Σεργκέι Κουσεβίτσκι να διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης. Ο Κουσεβίτσκι είχε κάνει και τη σχετική ανάθεση από τον Μπάρτοκ.

Το έργο γνώρισε επιτυχία, σύστησε δε τον Μπάρτοκ σε ένα ευρύτερο κοινό και έως σήμερα θεωρείται η πιο δημοφιλής σύνθεσή του ή, έστω, η πιο προσηνής. Η ειρωνεία είναι ότι ένα χρόνο μετά, και για την ακρίβεια στις 26 Σεπτεμβρίου του 1945, ο Μπάρτοκ άφησε την τελευταία του πνοή στην Αμερική, χτυπημένος από τη λευχαιμία.

Με εντυπωσιάζει πάντοτε το ότι η σύνθεση αυτή κρίνεται πιο προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό, καθώς είναι ένα έργο σκοτεινό, βαρύ και διαπνέεται από το πνεύμα της εποχής, με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να βρίσκεται στην κορύφωσή του και τον ίδιο τον συνθέτη σοβαρά άρρωστο. Βεβαίως, ουδέποτε ο Μπάρτοκ συσχέτισε το έργο με τα πολιτικοϊστορικά γεγονότα της εποχής του, αλλά κρίνεται ασφαλές να υποθέσει κανείς ότι το zeitgeist, το πνεύμα εκείνων των χρόνων, διαπότισε τη μουσική του.

Δέκα χρόνια περίπου πριν, ο Μπάρτοκ είχε συνθέσει ένα άλλο σκοτεινό έργο, που στα τέλη του 20ού αιώνα κρίθηκε ιδιαίτερα δημοφιλές ως υπόκρουση σε ταινίες τρόμου, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αριστουργηματική «Λάμψη» (1980) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Πρόκειται για τη Μουσική για Εγχορδα, Κρουστά και Τσελέστα, γραμμένη το 1936. Η σκοτεινιά και το τρομώδες παραλήρημα μιας καθαρόαιμης, και διαυγέστατης κατά τα άλλα, μουσικής αρχιτεκτονικής του άγχους αρμόζει τόσο στο μεταφυσικό ρίγος, στο υπαρξιακό angst (ειδικά το τρίτο μέρος, Adagio, θα μπορούσε να είναι το soundtrack της «Δίκης» του Κάφκα) όσο και στην αγωνία που φέρνουν τα καταστροφικά γυρίσματα της Ιστορίας.

Και αυτό το έργο είναι από τα πιο γνωστά του συνθέτη, παρότι εύκολα θα έλεγε κάποιος ότι αυτό που το χαρακτηρίζει είναι τα εφιαλτικά του σχήματα: ο ονειρικός ήχος της τσελέστας υπονομεύεται διαρκώς από τα ανατριχιαστικά έγχορδα και τα σχεδόν πένθιμα κρουστά. Το έργο μοιάζει να προαναγγέλλει τη φρίκη του πολέμου που έπεται, είπαν κάποιοι μουσικολόγοι. Μπορεί. Οπως έγραφε ο ίδιος ο Μπάρτοκ το 1909 στην πρώτη του γυναίκα: «Οποιος ζωγραφίζει ένα τοπίο μόνο και μόνο για να ζωγραφίσει ένα τοπίο, όποιος γράφει μια συμφωνία μόνο και μόνο για να γράψει μια συμφωνία, στην καλύτερη περίπτωση είναι καλός τεχνίτης.

Δεν μπορώ να φανταστώ την καλλιτεχνική παραγωγή παρά μόνον υπό τον όρο ότι εκφράζονται σ’ αυτήν χωρίς όρια ο ενθουσιασμός, η απελπισία, ο πόνος, ο θυμός, η εκδίκηση, η ειρωνική πρόκληση, ο σαρκασμός του δημιουργού. Δεν το πίστευα ώς την ημέρα που έμαθα ο ίδιος ότι τα έργα ενός ανθρώπου μεταδίδουν ακριβέστερα από τις βιογραφίες τα σημαντικά γεγονότα και τα πάθη που καθορίζουν τη ζωή του».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή