Θωμάς Σιταράς: Αθηναιογράφος

Θωμάς Σιταράς: Αθηναιογράφος

5' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Eδώ και δεκαετίες, ο Θωμάς Σιταράς συγκεντρώνει και μελετά αυθεντικές μαρτυρίες και αρχειακό υλικό για την καθημερινή ζωή, τη διασκέδαση, τη γαστρονομία, τις συνήθειες και τα πάθη της παλιάς Αθήνας. Του ζητήσαμε να μας μιλήσει για τα Χριστούγεννα του περασμένου αιώνα και επέλεξε να εστιάσει στην εποχή του Mεσοπολέμου, την οποία περιγράφει γλαφυρά στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, αλλά και στο ημερολόγιο για το 2019 «Η Ελλάδα της νοσταλγίας». «Τη δεκαετία του 1930 η Αθήνα είχε ήδη εξελιχθεί σε μεγάλη πόλη, με πληθυσμό μεγαλύτερο του μισού εκατομμυρίου κατοίκων. Σώζονται πολλές μαρτυρίες και αποσπάσματα σε στρωτή καθαρεύουσα για τις συνήθειες των κατοίκων της, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να αισθάνονται πρωτευουσιάνοι», λέει και μπαίνουμε μαζί του στη χρονοκάψουλα…

Βάλτε μας στο κλίμα. Η πόλη ήταν στολισμένη με φωτάκια;

Λαμπιόνια δεν υπήρχαν και οι δρόμοι ήταν μισοσκότεινοι, γιατί ο δημοτικός φωτισμός επηρέαζε την παραγωγή ενέργειας, προκαλώντας συχνά διακοπές ρεύματος. Στην Αιόλου στηνόταν από τις 10 Δεκεμβρίου ένα μεγάλο παζάρι, που φωτιζόταν με λάμπες ασετυλίνης. Κόσμος ήταν σκυμμένος πάνω από τους πάγκους με τις καρτ ποστάλ, τις οποίες αγόραζαν για να γράψουν ακόμα και σε συγγενείς μακρινούς όχι μόνο τυπικές ευχές, αλλά κατεβατά με τα νέα τους. Όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μεγάλωναν οι ουρές στο Κεντρικό Ταχυδρομείο στην πλατεία Κοτζιά. Δεν πήγαιναν μόνο για να στείλουν γράμματα, αλλά και για να λάβουν μια «ποστ ρεστάντ» από κάποιον αγαπημένο – πολλοί μάλιστα έκαναν κόρτε στις κοπέλες που τους άρεσαν, υπογράφοντας με ψευδώνυμα. Οι αισθήσεις λειτουργούσαν στο φουλ. Οι γειτονιές –τα Αναφιώτικα, η Πλάκα, του Ψυρρή– ανταγωνίζονταν η μία την άλλη στις μυρωδιές. Βλέπεις σήμερα στατιστικά που έδιναν τότε οι έμποροι για τα γλυκά που κατανάλωνε η πόλη και τα νούμερα είναι τρελά. Λες ποιος τα ’φαγε όλα αυτά! Δεν έδινε κανείς σημασία στη σιλουέτα του. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν χριστόψωμα και γλυκά, τόνους κουραμπιέδες και μελομακάρονα, που προορίζονταν για κεράσματα σε φίλους και συγγενείς. Τα παιδιά κάθε οικογένειας μετέφεραν τα ταψιά στους φούρνους –γιατί εκεί ψήνονταν τα γλυκά και όχι στα σπίτια–, τσιμπολογώντας στα κρυφά στη διαδρομή. Αλίμονό του του φούρναρη αν του «άρπαζε» στο ψήσιμο καμιά παρτίδα! Η νοικοκυρά το θεωρούσε γρουσουζιά και ο σύζυγος πήγαινε να του ζητήσει τα ρέστα.

Ποια ήταν η σημασία της γιορτής για τα παιδιά; Περίμεναν τον Άγιο Βασίλη; Τα κορίτσια έλεγαν τα κάλαντα;

Για τα παιδιά ήταν πολύ μεγάλη γιορτή, ανεξαρτήτως των δώρων που λάμβαναν. Ακόμα και ένα απλό, σιδερένιο στρατιωτάκι έκανε τη φαντασία να καλπάζει. Τα αγόρια συνήθως έπαιρναν πιστόλια και φιγούρες του Καραγκιόζη, τα κορίτσια φτηνά κουκλάκια. Ο Άγιος Βασίλης ήρθε προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 από τους μετανάστες που είχαν πάει στην Αμερική και έστελναν χριστουγεννιάτικες κάρτες με τη φιγούρα του – έως τότε έδινε τα δώρα ο πατέρας. Τα κορίτσια σπανίως συμμετείχαν στα κάλαντα, το ίδιο και τα πλουσιόπαιδα – αν κάποιο πήγαινε, ξεσπούσε σούσουρο στη γειτονιά ότι το έστειλαν γιατί η οικογένεια αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Έμεναν να κοιτάζουν από το παράθυρο τις παρέες των φτωχών αγοριών που γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας ένα στολισμένο καραβάκι, τριγωνάκια και συχνά φλογέρα ή ταμπούρλο και έλεγαν τα κάλαντα χωρίς διακοπή, μέχρι το τέλος. Για αντάλλαγμα, έπαιρναν γλυκά και λίγα χρήματα.

Θωμάς Σιταράς: Αθηναιογράφος-1

Tα δώρα στον τροχονόμο ήταν μια καθιερωμένη γιορτινή συνήθεια των Αθηναίων του Μεσοπολέμου. © ΑΡΧΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Ποιες άλλες γιορτινές συνήθειες είχαν οι Αθηναίοι;

Το πιο γνωστό έθιμο ήταν των καλικάντζαρων, που γλιστρούσαν μέσα στα σπίτια από την καπνοδόχο για να κλέψουν γλυκά. Των Φώτων ο παπάς γύριζε τις γειτονιές με την αγιαστούρα του για να τα διώξει. Στο μεταξύ, η χαρτοπαιξία έδινε και έπαιρνε. Στα κοσμικά σπίτια έπαιζαν και γυναίκες, ενώ στις χαρτοπαικτικές λέσχες και στα καφενεία, όπου τα τραπέζια στρώνονταν με πράσινη τσόχα, το χαρτί ήταν αντρική υπόθεση. Ήταν συχνές οι επιθέσεις από συμμορίες που μπούκαραν, έσβηναν το φως και έπαιρναν τα χρήματα πάνω από το τραπέζι, γι’ αυτό τα καφενεία είχαν μπράβους με μαγκούρες και πιστόλες. Το να αποκτήσεις «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου» ήταν διαχρονικά το μεγάλο όνειρο των Ελλήνων. Ζούσαν την αγωνία δίπλα στο ραδιόφωνο να μάθουν αν κέρδισαν το πρωτοχρονιάτικο λαχείο. Στον Μεσοπόλεμο καθιερώθηκαν τα δώρα στον τροχονόμο. Η Αθήνα εκείνη την περίοδο είχε πάνω από 15.000 αυτοκίνητα και, επειδή οι τροχονόμοι ήταν κακοπληρωμένοι, την περίοδο των γιορτών οι έμποροι μάζευαν χρήματα για να τους βοηθήσουν. Επειδή αυτό θεωρήθηκε ανάρμοστο, επικράτησαν τα δώρα σε είδος. Λέγεται ότι ακόμα και ο δήμαρχος, ο Κώστας Κοτζιάς, είχε αφήσει κάποτε μια γαλοπούλα στον τροχονόμο κοντά στο δημαρχιακό μέγαρο.

Η παραμονή των Χριστουγέννων είχε κοσμικό χαρακτήρα ή μόνο θρησκευτικό; Υπήρχε η έννοια του ρεβεγιόν;

Ήταν σημαντικό να τηρηθούν οι θρησκευτικές παραδόσεις. Το βράδυ της παραμονής, οι οικογένειες πήγαιναν στην εκκλησία και, επιστρέφοντας τα μεσάνυχτα, έτρωγαν ζεστή σούπα. Στις μικρές εκκλησίες του κέντρου –στου Ψυρρή, στην Πλάκα, στο Θησείο– όπου πήγαιναν οι απλοί άνθρωποι, η λειτουργία είχε μυσταγωγικό χαρακτήρα. Οι έμποροι επέλεγαν τις εκκλησίες που βρίσκονταν κοντά στα καταστήματά τους. Ο εκκλησιασμός ήταν για εκείνους και ένα εργαλείο μάρκετινγκ: ήταν σημαντικό να τους δουν οι πελάτες και να πουν «τι καλός χριστιανός, θα είναι και καλός άνθρωπος, άρα θα πουλάει καλά πράγματα, δεν θα μας ξεγελάσει». Για τους αστούς, η Αγία Ειρήνη είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα. Το ρεβεγιόν ήταν καθαρά πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση, στην οποία οι νεόπλουτοι έβρισκαν αφορμή να κάνουν φιγούρα. Στην περιοχή γύρω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός υπήρχαν τα καφέ-σαντάν, τα καμπαρέ που έπαιζαν ευρωπαϊκή μουσική, ενώ γύρω από την Ομόνοια τα λαϊκά καφενεία, τα καφέ-αμάν. Στα αστικά σπίτια έκαναν «ζουρ φιξ», συχνά με προσκεκλημένο κάποιον καλλιτέχνη της Λυρικής. Στις προσκλήσεις αναγραφόταν ποιοι χοροί θα χορευτούν και οι καλεσμένοι πήγαιναν σε σχολές χορού για να κάνουν προετοιμασία. Άνθρωπος που δεν χόρευε δεν είχε σεξαπίλ, ακόμα και ωραίος να ήταν.

Έδιναν βαρύτητα στην εμφάνισή τους;

Οι βιτρίνες της εποχής ήταν σικ και καλόγουστες. Αρχές της δεκαετίας του 1930 η φουστανέλα θεωρούνταν ντεμοντέ και οι Αθηναίοι φορούσαν σακάκι, γραβάτα και καπέλο. Για τις Αθηναίες, η προετοιμασία ξεκινούσε με κούρα ομορφιάς: κολλούσαν δύο ωμές μπριζόλες στα μάγουλα, τις οποίες έδεναν με μια μαντίλα, και προσποιούνταν ότι υπέφεραν από πονόδοντο.

Πού έκαναν τα ψώνια τους για το γιορτινό τραπέζι;

Ψώνιζαν από τη Βαρβάκειο και από το Μοναστηράκι, όπου κατέφθαναν οι αγρότες από την ελληνική επαρχία. Ανήμερα Χριστούγεννα, στα πιο φτωχικά σπίτια το γεύμα περιλάμβανε ένα κομμάτι χοιρινό λαιμό, ενώ στα μεγαλοαστικά σπίτια σέρβιραν τη γαλοπούλα. Από τις αρχές Νοεμβρίου, κτηνοτρόφοι από την Αχαΐα και την Ηλεία ξεκινούσαν πεζή, συνοδεία τσοπανόσκυλων, για να φέρουν στην Αθήνα κοπάδια από ζωντανές γαλοπούλες. Τις έσφαζαν στο Μοναστηράκι, παρουσία του πελάτη – μάλιστα άφηναν λίγα φτερά στην ουρά για ντεκόρ.

Ποια βόλτα θα προτείνατε σήμερα σε όποιον θέλει να πάρει μυρωδιά παλιάς Αθήνας;

Θα τους έλεγα να τριγυρίσουν στα Αναφιώτικα, όπου ακόμη διατηρείται η αίσθηση της γειτονιάς, να μπουν στα εκκλησάκια του κέντρου, να ψωνίσουν από καταστήματα μουσειακής αξίας, όπως το υφασματάδικο του Ελμάλογλου στην Αιόλου ή το κατάστημα του Αγγελόπουλου, με τα είδη ραπτικής και τα κουμπιά στην πλατεία Αγίας Ειρήνης. Η πόλη είναι απλώς το σκηνικό. Σημασία έχει να αισθανθούν τη χαρά που κρύβει μια οικογενειακή συνάθροιση γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή